- ζευγνύς
- ζευγνύ̱ς , ζεύγνυμιyokepres part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζεύγνυς — ζεύγνῡς , ζεύγνυμι yoke pres ind act 2nd sg ζεύγνῡς , ζεύγνυμι yoke imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
оженити — ОЖЕН|ИТИ (11), Ю, ИТЬ гл. Женить: Гн҃ъ аще не оженить раба своего… вѣдыи ˫ако блудъ творить. да ѿлучитьсѧ. (μὴ ζευγνὺς δοῦλον) КР 1284, 50г; Всеволодъ ѡжени с҃на своѥго Ст҃осл(а)ва. Василковною Полотскаго кнѧзѧ. ЛЛ 1377, 103 об. (1143); Тое же… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… … Dictionary of Greek